υπόληψη

υπόληψη
η / ὑπόληψις, -ήψεως, ΝΜΑ, και μτγν. τ. ὑπόλημψις, Α [ὑπολαμβάνω]
η καλή γνώμη που διαμορφώνει κανείς για κάποιον ή για κάτι, εκτίμηση, σεβασμός (α. «είναι άνθρωπος με υπόληψη» β. «ἔργοις τὴν δόξαν καὶ τὴν τῶν στρατιωτῶν ὑπόληψιν ἐπιστοῡτο», Ηρωδιαν.)
αρχ.
1. το να παίρνει κανείς τον λόγο από το σημείο που κάποιος άλλος σταμάτησε
2. απόκριση, απάντηση
3. σύλληψη με τον νου, κατανόηση, αντίληψη
4. ανάληψη έργου
5. παρακίνηση
6. πρόγραμμα, σχέδιο
7. βεβιασμένη κρίση ή προκατάληψη («ὑπόληψις εἰς τοὺς δικαστὰς οὐ δικαία», Υπέρ.)
8. πιθ. λήψη προκαταβολής έναντι ανάληψης εργασίας
9. πιθ. επιδότηση, επιχορήγηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπόληψη — η 1. καλή ιδέα για κάτι, εκτίμηση: Δεν έχω σε υπόληψη τον καυχησιάρη φίλο σου. 2. καλή φήμη, σεβασμός, τιμή: Άνθρωπος με υπόληψη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπολήψῃ — ὑπολήψηι , ὑπόληψις taking up fem dat sg (epic) ὑπολαμβάνω take up by getting under fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσφήμηση — Νομικός όρος που αναφέρεται στη διάδοση μιας πληροφορίας που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη ενός άλλου προσώπου. Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, η δ. αποτελεί αξιόποινο αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή και με τις… …   Dictionary of Greek

  • ευυπόληπτος — η, ο (ΑΜ εὐυπόληπτος, ον) νεοελλ. μσν. αυτός που έχει καλή υπόληψη, καλή εκτίμηση στην κοινωνία, ο αξιότιμος («ευυπόληπτος έμπορος») μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐυπόληπτον η καλή υπόληψη, αξιοπρέπεια μσν. αρχ. αυτός που παρασύρεται εύκολα («τὸ… …   Dictionary of Greek

  • πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… …   Dictionary of Greek

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

  • τιμή — η 1. εκδήλωση εκτίμησης, υπόληψη, σεβασμός: Τιμή στους προγόνους μας. 2. πληθ., τιμές, οι εκδηλώσεις σεβασμού, ιδιαίτερης διάκρισης: Στρατιωτικές τιμές. 3. ό,τι εξυψώνει κάποιον στα μάτια του άλλου, αίγλη: Μου κάνετε τιμή που έρχεστε στο φτωχικό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άδοξος — η, ο (Α ἄδοξος, ον) αυτός που δεν έχει καλή δόξα, αναγνώριση και υπόληψη, αφανής, άσημος αρχ. 1. πρόστυχος, αισχρός, ατιμωτικός 2. απίθανος, απροσδόκητος 3. (για τους ευνούχους) αξιοκαταφρόνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δόξα. ΠΑΡ. αρχ. ἀδοξία,… …   Dictionary of Greek

  • έξωθεν — (AM ἔξωθεν) επίρρ. αυτός που έρχεται ή προέρχεται από έξω («ο έξωθεν κίνδυνος») μσν. νεοελλ. φρ. «ή έξωθεν καλή μαρτυρία» (κυρίως για κληρικούς) η εκτίμηση τής κοινής γνώμης, η υπόληψη τού κόσμου αρχ. μσν. 1. έξω (α. «ἄς ἔλθωσιν οἱ ἅπαντες ἔξωθεν …   Dictionary of Greek

  • αγαθωνυμία — ἀγαθωνυμία, η (Α) υπόληψη, καλό όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγαθὸς + ὄνομα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”